Συβαρίτῃ

Συβαρίτῃ
Συβαρί̱τῃ , Συβαρίτης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… …   Dictionary of Greek

  • συβαριτικός — ή, ό / συβαριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σύβαρις / Συβαρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σύβαρι ή στους κατοίκους της 2. φρ. «συβαριτικοί λόγοι» μύθοι που διέφεραν από τους αισώπειους ως προς το ότι οι ήρωές τους δεν είναι ζώα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • συβαριτισμός — ο ιδιότητα του Συβαρίτη, μαλθακότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”